ασταρώνω

ασταρώνω
μετ.
1) ставить на подкладку; 2) покрывать первым слоем краски

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ασταρώνω" в других словарях:

  • ασταρώνω — [αστάρι] 1. φοδράρω κάποιο ένδυμα 2. απλώνω σε μια επιφάνεια το πρώτο στρώμα του χρώματος …   Dictionary of Greek

  • προπλάσσω — ΝΜΑ, προπλάθω ΝΜ, απ. τ. προπλάττω Α πλάθω ή διαμορφώνω κάτι προηγουμένως, από πριν, κάνω πρόπλασμα («δοκεῑ τοῡ ὅλου σώματος προπλάττεσθαι ἡ καρδία», Φιλ.) νεοελλ. μσν. (στους Βυζαντινούς αγιογράφους) επιχρίω με το βασικό χρώμα το μέρος που θα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»